- συμποδισμός
- ὁ, Μ [συμποδίζω]το να είναι δεμένα τα πόδια κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμποδισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποδισμούς — συμποδισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποδισμῷ — συμποδισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποδισμόν — συμποδισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)